Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Ένα παλάτι από αλάτι

Παπαγάλε μου τι ειδες; 
Είδα ένα σπίτι στην παραλία.
Τι άλλο είδες;
Ένα παλάτι.
Ένα παλάτι από αλάτι. 

 

Έχουμε κι εμείς στη γειτονιά μας υπέροχα παλάτια από αλάτι. Μπορεί να τα δει όποιος κάνει μια βόλτα μέχρι τις αλυκές του Αγγελοχωρίου. 

 

Η φωτογραφία από το blog Φάρος του Θερμαικού

Ο Δημήτρης Β., ο ρεπόρτερ της τάξης μας έκανε μια βόλτα ως εκεί και μας έφερε πολύ όμορφες φωτογραφίες για να δούμε όλοι παλάτια από αλάτι. 


Η αλυκή λειτουργεί τουλάχιστον από το 1902, δίπλα στη λιμνοθάλασσα του Αγγελοχωρίου.

Λέγεται ότι κατά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο οι ντόπιοι πουλούσαν αλάτι, για να αγοράζουν τρόφιμα. Μέχρι τη δεκαετία του 1970, το αλάτι το έβγαζαν με τσεκούρια και φτυάρια, με τα χέρια, και το μετέφεραν με άλογα, έως ότου κάνουν την εμφάνισή τους τα βαγονέτα στις ράγες, τη δεκαετία του 1980. (Σοφία Χριστοφορίδου - Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Επιλογές” που κυκλοφόρησε με την “Μακεδονία της Κυριακής” 25/11/2012)


 Στην τάξη φτιάξαμε και δικά μας παλάτια από αλάτι:






 

Και ένα παραμύθι με ... αλάτι

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένας βασιλιάς με τις τρεις όμορφες κόρες του. Τις αγαπούσε πολύ και τις τρεις, αλλά και αυτές τον λάτρευαν. Μια μέρα που καθόταν ο βασιλιάς μαζί τους, τις ρώτησε, όπως ρωτούν όλοι οι πατεράδες, αν τον αγαπούν. 
Και οι βασιλοπούλες είπαν και οι τρεις μαζί:
«Και το ρωτάs, πατέρα;»
«Πόσο μ’ αγαπάs εσύ;» ρώτησε τη μεγάλη.
«Σ’ αγαπώ, πατέρα μου, σαν το χρυσάφι», του αποκρίθηκε εκείνη.
«Μπράβο, κόρη μου, είπε ευχαριστημένος ο βασιλιάς. «Εσύ;» ρώτησε τη δεύτερη κόρη του.
«Εγώ σ’ αγαπώ σαν το ασήμι, πατέρα μου», είπε γλυκά n δεύτερη.
«Εύγε, καλό μου παιδί», είπε ο βασιλιάς και τη χάιδεψε τρυφερά. «Κι εσύ;» ρώτησε τη μικρότερη.
«Εγώ, πατέρα μου, σ’ αγαπώ σαν το αλάτι», είπε n μικρή.
«Σαν το αλάτι;» φώναξε θυμωμένος ο βασιλιάς. «Μα αυτή δεν είναι αγάπη, κόρη μου. Δεν το περίμενα αυτό από σένα. Δεν θέλω να σε βλέπω πια».



Στενοχωρημένη n βασιλόπουλα, κλείστηκε για μέρες στο δωμάτιό της, αφού δεν ήθελε ο πατέρα της να την ξαναδεί και σκεφτόταν πώς να του αποδείξει ότι τον αγαπά. Ένα πρωί, λοιπόν, κατέβηκε στις βασιλικές κουζίνες, παράγγειλε ένα μεγάλο γεύμα για τον πατέρα της και του μήνυσε μάλιστα ότι θα του έφτιαχνε n ίδια τα καλύτερα φαγητά. Στολίστηκε το βράδυ, στολίστηκαν και οι δυο άλλες αδελφές της και πέρασαν όλοι μαζί στην τραπεζαρία του παλατιού. Η μικρή κόρη είχε στολίσει το τραπέζι. Άστραφταν τα ολόχρυσα πιάτα και τα ποτήρια και έλαμπαν από το ασήμι τα μαχαίρια και τα πιρούνια. Σαν άρχισε, όμως, να τρωει ο βασιλιάς τα φαγητά που του είχε μαγειρέψει n κόρη του, έσπρωξε το ολόχρυσο πιάτο μακριά. Δοκίμασε το δεύτερο φαγητό. Ήταν πιο άνοστο από το πρώτο και ας ήταν κι αυτό μέσα σε ολόχρυσο πιάτο. Τίποτα δεν του άρεσε. Όλα ήταν άνοστα και καθόταν νηστικός και στεναχωρημένος.

Τότε έσκυψε η βασιλόπουλα και του είπε:
«Μήπως θέλεις να δοκιμάσεις από το δικό μου πιάτο, βασιλιά μου;»
O βασιλιάς δοκίμασε από το φαγητό της και το βρήκε θαυμάσιο.
«Αυτό είναι φαΐ!» είπε χαρούμενος. Πήρε μπροστά του το γυάλινο πιάτο της και έφαγε με μεγάλη όρεξη. «Τι του έχεις βάλει και είναι τόσο νόστιμο;» ρώτησε τη μικρή του κόρη.
Και εκείνη του απάντησε πονηρά: «Αλάτι, πατέρα. Αλάτι!»

Ο βασιλιάς κατάλαβε ότι άδικα είχε θυμώσει με τη μικρή του κόρη. Είδε πως δεν είναι μόνο το χρυσάφι και το ασήμι που αξίζουν. Και από τότε ένιωσε περήφανος για την αγάπη και την εξυπνάδα της μικρή του κόρης και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου